λόγχαις

λόγχαις
λόγχη
spear-head
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”